Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

H Λεωφόρος των Στεναγμών.

Εορτασμός της ηδονής στιγμή τέταρτη. Το γενετήσιο μόριο πλέον γίνεται σκληρό και άκαμπτο. Λίγο πριν την εκσπερμάτιση, η σύσπαση των μυών είναι πλέον πραγματικότητα   και η ολοκλήρωση επιτυγχάνεται στην Λεωφόρο των Στεναγμών.

Ο Οργασμός του Άνδρα έχει συνδεθεί ψυχολογικά με τη σεξουαλική του ικανοποίηση και καταξίωση και θεωρείται το καλό τέλος μιας έντονης σεξουαλικής επαφής. Η εκσπερμάτιση είναι το συμβολικό δώρο της ψυχικής έκστασης της ανδρικής κορύφωσης, της ηδονής και της σωματικής ευημερίας. Η ποσότητα του σπέρματος δείχνει το αίσθημα ευχαρίστησης που εισέπραξε ο άνδρας τελειώνοντας.

Στις 21 Μαρτίου του 2001, ημέρα Τετάρτη, η παντελονάτη ομάδα του Ολυμπιακού Πειραιώς, φορώντας την φανέλα με τον Δαφνοστεφανωμένο, αμόλησε τα φλόκια της τετράκις πάνω στη ομάδα με σήμα το μαρούλι, δείχνοντας έτσι περίτρανα το αίσθημα ευχαρίστησης και σεξουαλικής ηδονής που εισέπραξε από την sexy-βαζέλα. Με εντολή του Υπουργείου Πολιτισμού, το Κολωνάκι και όλα τα Βου Που φωταγωγήθηκαν ροζ εκείνη την αποφράδα νύχτα.

Ο έρωτας είναι μια συνεχής αμφιβολία, μία ερώτηση, μια κραυγή στο σκοτάδι που αναζητά συντροφιά, μια συντροφιά όχι για μία και μόνο εφήμερη βραδιά αλλά για πάντα. Mια ερώτηση που τίθεται διαρκώς χωρίς, όμως, απαραιτήτως να περιμένει απάντηση:  “Μ'αγαπάει ή δεν μ'αγαπάει; Και αυτό γιατί όποια και αν είναι η απάντηση, η αμφιβολία θα παραμένει αναπάντητη: “Tώρα που με ξέσκισε από πίσω και από μπρος (εντός και εκτός έδρας δηλαδή), θα με παρατήσει γι'άλλη;

Μια αμφιβολία σταθερή, αμετακίνητη στο πέρασμα του χρόνου, στο ρου της ιστορίας, κραταιά και πανταχού παρούσα. Πρόκειται για ένα σύγχρονό αστικό ερώτημα που ταλανίζει γενιές και γενιές. Ένα ερώτημα στην δομή της “Εμμανουέλλας”: μιας Εμμανουέλλας που θέλει να κάνει αχαλίνωτο σεξ, αλλά φοβάται μην της βγει τ'όνομα. Μιας Γαλλίδας αμόλυντης κορασίς που θέλει να την ξεσκίσουν, αλλά ο άντρας της, όντας μηχανικός στο επάγγελμα, την έχει στην απ'έξω: κουζίνα, καθαριότητα και μια στο τόσο ένα πεταχτό. 

 
Ωσότου, ένα business trip του αντρός της στην ηδονική Bangkok θα σταθεί αφορμή για να ξυπνήσει ο άλλος της αληθινός εαυτός και να ξεδιπλώσει την γυναικεία υπόσταση της στο ντάκο. Στην χώρα των φετίχ και των ατελείωτης ηδονής, στην χώρα των τεκέδων οπίου και της ντάγκλας ανάμεσα στα lady-boys και του αγοραίου έρωτα, η Εμμανουέλλα μεταμορφώνεται σε σκεύος ηδονής. Σε αντικείμενο πόθου και χλεύης. Πλέον είναι αχαλίνωτη. Δεν την κρατάει τίποτα.

Ο άντρας της είναι πολυάσχολος: δουλειά σπίτι, σπίτι δουλειά. Είναι στον κόσμο του. Η Εμμανουέλλα δεν χαμπαριάζει όμως: ξεσαλώνει παίρνοντας πρώτα την οικιακή βοηθό, μετέπειτα την Σουηδέζα και τέλος τον κωλόγερο και μετέπειτα μέντορα της. Ο συγκεκριμένος κωλόγερος την φλομώνει στα ψέματα και στις αρλούμπες για το πως πρέπει να αγαπάει το γαμήσι και για το πως είναι το καθήκον της να αγκαλιάσει και να ενστερνιστεί τα πουτανίστικα θέλω της”. Η Εμμανουέλλα δεν θέλει και πολλά. Πείθεται με την μία. Πλέον είναι άβουλη και αποδέχεται δίχως μα και μου” τον ρόλο της. Στο τέλος, μεταμορφώνεται σε ένα πρώτης διαλογής τανάκιπου.  Διότι η Εμμανουέλλα, όπως και η sexy-βαζέλα, είναι πουτάνα ψυχή τε και σώματι.


Με μία ειδοποιός διαφορά, όμως. Οι ερμηνείες εδώ είναι αφαιρετικές. Μπρεχτ-ικές, θα έλεγε κανείς. Η sexy-βαζέλα δεν χρειάστηκε κανένα ταξίδι στην Bangkok για να συνειδητοποιήσει τον ρόλο της στον ποδοσφαιρικό χάρτη. Έχει φάει μπουκιατσί πολλάκις και έτσι έχει μάθει τι εστί μπανάνα. Δεν χρειάστηκε κανένας κωλόγερος, όπως στην περίπτωση της Εμμανουέλα, για να εξηγήσει το όνειρο στην sexy-βαζέλα.  

Η sexy-βαζέλα γουστάρει αυτό που βλέπει, τρελαίνεται μόνο και μόνο στην ιδέα του γαζώματος και σκύβει γονυπετής και οικειοθελώς. Στο μοιραίο εκείνο βράδυ της Λεωφόρου πριν μια δεκαετία και βάλε, ημέρα επετείου της η αποψινή (21 Μαρτίου 2012), οι ποδοσφαιριστές της ζέλας απολύτως αποστασιοποιημένοι από τα δρώμενα κινήθηκαν σαν υπνωτισμένοι, παρασυρμένοι στο αέναο και αεικίνητο της μοίρας που καθορίζεται όχι από τις πράξεις αυτές καθ'αυτές, αλλά από τις ίδιες τις σκέψεις και την ποσότητας της συνουσίας που μαρτυρά το αίσθημα ευχαρίστησης στον επιβήτορα της. 

Απαλλαγμένη πλέον από ερμηνευτικά τερτίπια του στύλ: “Η νίκη είναι δική μας! Θα κερδίσουμε τον Ολυμπιακό”, η sexy-βαζέλα αποδέχτηκε δίχως πολλά τον παθητικό της ρόλο δίνοντας σκυτάλη στον Ερυθρόλευκο βιαστή της να ασελγήσει ανελέητα και αδυσώπητα στα κωλοβάρδουλα της όχι μία, όχι δύο, όχι τρείς αλλά τέσσερις φορές έτσι στο σβηστό. 

Ο χρόνος γιατρεύει τις πληγές. Τις πληγές που κλείνουν μόνο για να ανοίξουν καινούργιες.  Τις καινούργιες πληγές που παλινδρομούν φέρνοντας σε θαλάσσιο κύμα που μεταμορφώνεται σε διψασμένο αιμοδιψή λαό. Μια λαοθάλασσα που έδειξε περίτρανα στο πέρασμα του χρόνου, δύο χρόνια αργότερα (στις 11 Μαΐου του 2003) με το Έπος της Ριζούπολης, ποιός είναι ο επιβήτορας και ποιός η Εμμανουέλλα, ποιός κατέχει τον ενεργητικό και ποιός τον παθητικό ρόλο. 

Μια αμφίδρομη σχέση αγάπης και μίσους ανάμεσα στα λιμανίσια Λιοντάρια και στις κότες με το λυρί, ή αλλιώς κότες λυράτες. Μια αμφίδρομη σχέση δεμένη σε μία παλιρροιακή δίνη του πάθους, του μίσους και της απαράμιλλης φιλοδοξίας.

Μια αμφίδρομη ερωτική σχέση ενός ανελέητου ξεσκίσματος που έλαβε χώρα  σαν σήμερα, μια ανοιξιάτικη νύχτα του Μαρτίου, ανάμεσα στην Παντελονάτη ομάδα του Πειραιά και τους Λαγούς με το  Κέλτικο Τριφύλλι, ή αλλιώς λαγόκοτες.


Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Πριαπισμός.

Οι κατσαρίδες θα μπορούσαν να επιβιώσουν μιας πυρηνικής καταστροφής. Οι φελλοί και τα σκατά θα επιπλέουν μια ζωή και η sexy βαζέλα θα μας βγάζει γούστα γιατί σαν γυναίκα αιμμοραγεί.

Ι) Η Μυσταγωγία της Συνουσίας: Σεξ και Βία.

Κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’80, το αμούστακο σχολιαρόπαιδο των Βορείων Προαστίων αγοράσε το πρώτο του ζευγάρι Timberland βιώνοντας έτσι την απόλυτη ηδονή ότι γάμησε κάτι παραπάνω από την χούφτα του.

Στις αρχές του ’90, ο φλωράκος βάζελος, ο απουσιολόγος του σχολείου και πάντα τελευταίος που θα έβγαινε έξω στην αυλή για διάλειμμα να κλωτσήσει το τόπι (βλέπε: το αντρικό άθλημα, γνωστό και ως ποδόσφαιρο), ο λακές του σχολείου, της καρπαζιάς και της πουστιάς, το πιστό σκυλάκι του ενίοτε δασκαλάκου, σκάει μύτη στο σχολείο κοκορεύοντας για το πανάκριβο Lacoste μπλουζάκι του, πουλώντας παράλληλα μούρη στους συμμαθητές του, και ελπίζοντας συνάμα ότι αυτό (το νέο φιρμάτο μπλουζάκι του) θα του δώσει εισιτήριο για να νιώσει το σχήμα ενός απεστρογγυλευμένου επιδερμικού τριγώνου πάνω στο πέος του.  

Μερικά χρόνια αργότερα, ο μικρός Ιορδάνης, ο καρπαζοεισπράκτορας του σχολείου, ο χλεχλές, ο φλούφης, ο φιρφιρής βάζελος της Σχολής Παπαδοπούλου στην Καλλιθέα, η φλωράντζα του Κολωνακίου, αγοράσε το πρώτο του κασκόλ από την μπουτίκ του Π.Ο.Α. και έγινε αυτομάτως χουλιγκάνι. Την επόμενη μέρα, ο Ιορδάνης πήγε στο σχολείο με περίσσια περηφάνεια, φορώντας το φουσκωτό του μπουφάν με την χήνα, και από μέσα το κασκόλ με το Κέλτικο Τριφύλλι. Μια μοδάτη επιλογή αν μη τι άλλο. 

Τα χρόνια πέρναγαν κα οι επενδύσεις του Ιορδάνη στις επώνυμες μάρκες, Ralph Lauren, Lacoste, Togs Chevignon, έπιασαν επιτέλους τόπο. Ο Ιορδάνης γάμησε την Ελένη από το Γ'3. Η Ελένη ήταν και αυτή απουσιολόγος και ήταν διαφορετική από τ'άλλα κορίτσια. Εν αντιθέσει με τις συμμαθήτριες της, η Ελένη δεν σύχναζε στις καφετερίες και στις ντισκοτέκες. Ήταν πολύ 'ντεκαντάνς' και 'μπας-κλάς' για το επίπεδο της. Πολλά παιδιά μετά το σχολείο πήγαιναν στα Hambo της γειτονιάς λίγο πιο πάνω από την Πλατεία Δαβάκη στην Πλατεία Κύπρου. Υπήρχαν φήμες ότι εκεί κάπνιζαν, έπιναν κανά τσιγαράκι στο παρκάκι και σύχναζαν στα ηλεκτρονικά να παίξουν ποδοσφαιράκι (Temco World Cup), και Super Pang. Η ανατροφή της Ελένης δεν της επέτρεπε να έχει πέρα-δώσε με τέτοιους αλήτες: “Ουαί κι αλίμονο αν κάνεις παρέα μ'αυτούς τους χασικλήδες!”, ήταν η πάγια εντολή, σε αυστηρό ύφος, της Κάθριν, μητέρας της Ελένης.

Η Ελένη γάμησε τον Ιορδάνη και ο Ιορδάνης γάμησε την Ελένη. Mετά από 5 λεπτά πήγαν για καφέ στην Κηφισιά, έφαγαν πράσινη σαλάτα, ήπιαν το Κινέζικο τους τσάι τους σε γυάλινη κούπα, και έκαναν τα καθιερωμένα τους ψώνια στο Εμπορικό Κέντρο.

ΙΙ) Η Ριζούπολη: το στίγμα και η ψυχική νόσος.

Ο Ιορδάνης γάμησε αλλά η τριφυλλοφόρος αρμάδα που υποστήριζε έτρωγε το ένα σκαμπίλι μετά το άλλο. Τι κι αν άλλαζε πλευρό, τι κι αν άλλαζε μάγουλα, τι κι αν άλλαζε γήπεδο, τι κι αν άλλαζε κυλότα, η ομάδα με σήμα το μαρούλι έτρωγε τα καυτά φλόκια στην μάπα, άλλαζε σεντόνια άρον-άρον κι άνοιγε τα πόδια διάπλατα για να βγάλει νέα γούστα.

Ο Εφιάλτης της Ριζούπολης στοίχειωσε για τα καλά τα όνειρα του Ιορδάνη. Η στύση του είχε ήδη να παρουσίαζει δυσλειτουργία μετά την φυγή της ωραίας Ελένης για έναν πιο φιρμάτο και μοδάτο Κολωνακιώτη. Ο Ιορδάνης, όμως, όντας γαλουχημένος με τις αξίες της Αθηναϊκής αλητείας της Θύρας 13, του Κολωνακίου, της Γλυφάδας και της Κηφισιάς μανούριαζε με το παραμικρό σπέρνοντας τον φόβο και τον τρόμο στις φτωχογειτονιές του Κεφαλαρίου και των Βου Που. Ο Ιορδάνης είχε γεμίσει όλους τους τοίχους των νεοκλασσικών και των Εμπορικών Κέντρων με το ψευδώνυμο του: Wild 13. Ήταν ένα άγριο παιδί και η αγριάδα του αποτυπωνόνταν στις νεκροκεφαλές με γκραφίτι.

“Το αίμα κυλάει, εκδίκηση ζητάει”, με αυτή την ιαχή οι φανατικοί οπαδοί του Μαρουλιού έδωσαν το δικό τους βροντερό παρών απόψε για όσα διαδραματίστηκαν στην περιβόητη Ριζούπολη σχεδόν προ δεκαετίας.

Ο Ιορδάνης όντας σκληραγωγημένος, αιμοδιψής χούλιγκανς από την πιο κακόφημη συνοικία του Κολωνακίου (το αντίστοιχο Bronx της δεκαετίας του ’80), λίγο πιο πάνω από την gallery του Κωστέτσου και του Γαβαλά, πρωτοστάτησε της πορείας.

Ο Ιορδάνης δεν χαμπάριαζε τίποτα. Μπορεί να μην του σηκωνόντανε, αλλά δεν μάσαγε την τσαπού του. Κανείς στην γειτονιά του Κολωνακίου δεν ήθελε να έχει ντράβαλα με τον Ιορδάνη.

Έτσι όταν ο ήρωας της ιστορίας μας, ο ανίδρωτος μπουκμαμάς Γιάννης Γκιωνάκης, ο χλεχλές του Κολωνακίου με το μαντηλάκι μέσα από το πουκάμισο του σε στυλ Μπον Βιβέρ, ο καρπαζοείσπρακτορας του σχολείου, ο μετέπειτα Γιωτάς, ο δικός μας Ιορδάνης, επέστρεψε σαν κλαμένο νιμού από το ΟΑΚΑ στις 18 Μαρτίου του 2012, ημέρα Κυριακή, το μόνο που φρόντισε να κάνει ήταν να αλλάξει το σερβιετάκι του (διακριτικό σερβιετάκι Serena με φτερά προστασίας,  “σίγουρη όσο και αθέατη”) και να πάει κατευθείαν για ύπνο με τον 'φωτεινό αγκαλίτσα' στο προσκεφάλι του.

Στον αντίποδα, η παντελονάτη ομάδα του Πειραιά μετά το Κυριακάτικο ξεκώλιασμα της ζέλας, συνέχιζε και συνεχίζει να βιώνει μια παρατεταμένη, επίμονη, δυνατή  - σαν από ατσάλι - στύση, που άρχισε από το Έπος της Ριζούπολης, και ακόμα να ολοκληρωθεί. 

Μία στύση σταθερή, αμετακίνητη, κραταιά, αγέρωχη και πανταχού παρούσα.

Πριαπισμός.